στομίας

στομίας
ο, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος βαθυπελαγικών τελεόστεων σολομονόμορφων ψαριών τής οικογένειας στομιατίδες, που απαντούν στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό Ωκεανό και από τα οποία στις ελληνικές θάλασσες απαντά το είδος Stomias boa
αρχ.
(για ίππο) ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα -ίας (πρβλ. ξιφ-ίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στομίας — στομίᾱς , στομίας hard mouthed horse masc acc pl στομίᾱς , στομίας hard mouthed horse masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομίαι — στομίας hard mouthed horse masc nom/voc pl στομίᾱͅ , στομίας hard mouthed horse masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • στομίου — στόμιον mouth neut gen sg στομίας hard mouthed horse masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”